λυρόκτυπος

λυρόκτυπος
λυρόκτυπος και λυροκτύπος, -ον (Α)
1. αυτός που παίζει λύρα
2. (για τη χορδή τού τόξου) αυτός που ηχεί σαν λύρα
3. (για άσμα) αυτός που παίζεται με συνοδεία λύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + κτύπος (πρβλ. αρματό-κτυπος, ηλιό-κτυπος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λυροκτύπος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυροκτύπον — λυροκτύπος masc/fem acc sg λυροκτύπος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυροκτύπου — λυρόκτυπος striking the lyre masc/fem/neut gen sg λυροκτύπος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυροκτύπῳ — λυρόκτυπος striking the lyre masc/fem/neut dat sg λυροκτύπος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτύπος — και χτύπος, ο (AM κτύπος, Μ και χτύπος) 1. ισχυρός ήχος, πάταγος, κρότος από κρούση, πτώση, ροή νερού, μουσικό όργανο κ.λπ. 2. κρούση, κτύπημα νεοελλ. μσν. 1. ρυθμικός παλμός ή ήχος (α. «χτύπος τής καρδιάς» β. «χτύπος τού ρολογιού») 2.… …   Dictionary of Greek

  • λυροκτυπία — λυροκτυπία, ιων. τ. λυροκτυπίη, ἡ (Α) [λυρόκτυπος] το παίξιμο τής λύρας …   Dictionary of Greek

  • λυροκτυπώ — λυροκτυπῶ, έω (Α) [λυρόκτυπος] παίζω λύρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”