λυροκτύπος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυροκτύπον — λυροκτύπος masc/fem acc sg λυροκτύπος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυροκτύπου — λυρόκτυπος striking the lyre masc/fem/neut gen sg λυροκτύπος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυροκτύπῳ — λυρόκτυπος striking the lyre masc/fem/neut dat sg λυροκτύπος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτύπος — και χτύπος, ο (AM κτύπος, Μ και χτύπος) 1. ισχυρός ήχος, πάταγος, κρότος από κρούση, πτώση, ροή νερού, μουσικό όργανο κ.λπ. 2. κρούση, κτύπημα νεοελλ. μσν. 1. ρυθμικός παλμός ή ήχος (α. «χτύπος τής καρδιάς» β. «χτύπος τού ρολογιού») 2.… … Dictionary of Greek
λυροκτυπία — λυροκτυπία, ιων. τ. λυροκτυπίη, ἡ (Α) [λυρόκτυπος] το παίξιμο τής λύρας … Dictionary of Greek
λυροκτυπώ — λυροκτυπῶ, έω (Α) [λυρόκτυπος] παίζω λύρα … Dictionary of Greek